υδροξαμικός

υδροξαμικός
-ή, -ό, Ν
φρ. «υδροξαμικό οξύ»
χημ. γενική ονομασία οξέων τα οποία λαμβάνονται κατά την επίδραση υδροξυλαμίνης σε παράγωγα τών καρβονικών οξέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο, πρβλ. γαλλ. acide «οξύ» hydroxamique < hydrox- (< υδροξυ-*) + -am- (< αμ-ίδιο) + κατάλ. -ique (πρβλ. -ικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”